- ζεύγνυμι/ζευγνύω
- + V 2-6-0-0-1=9 Gn 46,29; Ex 14,6; 1 Sm 6,7.10; 2 Sm 20,8to harness, to yoke Gn 46,29; to bind fast 2 Sm 20,8→NIDNTT(→ἀναζεύγνυμι/ζευγνύω, ἐπιζεύγνυμι/ζευγνύω, παραζεύγνυμι/ζευγνύω, συ-,,)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ζευγνύω — ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… … Dictionary of Greek
καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] … Dictionary of Greek
αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… … Dictionary of Greek
καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] … Dictionary of Greek
προζεύγνυμι — Μ ζευγνύω) εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ζεύγνυμι «ενώνω, συνάπτω»] … Dictionary of Greek
υποζευγνύω — ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α [ζευγνύω / ζεύγνυμι] (σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω αρχ. 1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.) … Dictionary of Greek